-
1 προκαθιημι
1) ранее посылать(τινα ἐξαπατᾶν τινα Dem.; τινὰ πειρασόμενον μάχης Plut.)
2) высылать вперед(π. τινὰ περιέλξοντα τοὺς πολεμίους Plut.)
3) заранее ввергать(τέν πόλιν εἰς ταραχήν Dem.)
1 προκαθιημι
(τινα ἐξαπατᾶν τινα Dem.; τινὰ πειρασόμενον μάχης Plut.)
(π. τινὰ περιέλξοντα τοὺς πολεμίους Plut.)
(τέν πόλιν εἰς ταραχήν Dem.)